- ἐγκατατίθημι
- ἐγκᾰτᾰτίθημι1 store up in τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν (Aristarchus: ἐνκατ-, Π.) Pae. 2.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εγκατατίθημι — ἐγκατατίθημι (AM) τοποθετώ μέσα σε κάτι μσν. μέσ. απονέμω ή αποδίδω κάτι σε κάποιον κατά την κρίση μου … Dictionary of Greek