ἐγκατατίθημι

ἐγκατατίθημι
ἐγκᾰτᾰτίθημι
1 store up in τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν (Aristarchus: ἐνκατ-, Π.) Pae. 2.61

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εγκατατίθημι — ἐγκατατίθημι (AM) τοποθετώ μέσα σε κάτι μσν. μέσ. απονέμω ή αποδίδω κάτι σε κάποιον κατά την κρίση μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”